- ἰσήλικος
- ἰσ-ήλῐκος, η, ον,A equal in magnitude,
τάφρος Ph.Bel.91.21
; equal in age, Procl.in Prm.p.944S., al., Dam.Pr.316.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάφρος Ph.Bel.91.21
; equal in age, Procl.in Prm.p.944S., al., Dam.Pr.316.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισήλικος — ἰσήλικος, ίκη, ον (Α) 1. ίσος κατά το μέγεθος 2. ίσος κατά την ηλικία, συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ήλικος (< ἧλιξ), πρβλ. εν ήλικος, ομ ήλικος] … Dictionary of Greek
ἰσήλικος — equal in magnitude masc nom sg ἰσή̱λικος , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσηλίκων — ἰσήλικος equal in magnitude fem gen pl ἰσήλικος equal in magnitude masc/neut gen pl ἰση̱λίκων , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσήλικον — ἰσήλικος equal in magnitude masc acc sg ἰσήλικος equal in magnitude neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσηλίκην — ἰσήλικος equal in magnitude fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσηλίκου — ἰσήλικος equal in magnitude masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσηλίκῳ — ἰσήλικος equal in magnitude masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσήλικα — ἰσήλικος equal in magnitude neut nom/voc/acc pl ἰσή̱λικα , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισήλιξ — ἱσῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῑς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ ῆλιξ)] … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek